φέρμι

φέρμι
το, Ν
μετρολ. άλλη ονομασία τού φεμτομέτρου, μονάδας μήκους που χρησιμοποιείται στη φυσική τών στοιχειωδών σωματιδίων και στην πυρηνική φυσική για την μέτρηση πολύ μικρών αποστάσεων, ισοδύναμης με 10-15 μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fermi, από το όνομα τού μεγάλου Ιταλού φυσικού Enrico Fermi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φέρμι, Ενρίκο — (Fermi, Ρώμη 1901 – Σικάγο 1954). Ιταλός φυσικός. Ανακάλυψε τη ραδιενέργεια, που παράγεται από τον βομβαρδισμό πυρήνων με νετρόνια, και επινόησε και κατασκεύασε την ομώνυμη στήλη του πρώτου πυρηνικού αντιδραστήρα του κόσμου. Αφού τελείωσε τις… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • Αμάλντι, Εντουάρντο — (Edoardo Amaldi, Καρπενέτο Πιατσεντίνο, Ιταλία 1908 – Ρώμη 1989).Ιταλός φυσικός, γιος του μαθηματικού Ούγο Αμάλντι. Καθηγητής της πειραματικής φυσικής στο πανεπιστήμιο της Ρώμης από το 1937, ανήκε στη λεγόμενη ομάδα Φέρμι η οποία, με επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… …   Dictionary of Greek

  • Σίλαρντ, Λέο — (Szilard). Αμερικανός φυσικός ουγγρικής καταγωγής (Βουδαπέστη 1898 Λα Γιόλα, Καλιφόρνια 1964). Σπούδασε στο Βερολίνο (1922) και αφοσιώθηκε στην επιστημονική έρευνα. Οι ναζιστικές διώξεις τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη Γερμανία, μετανάστευσε… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”